- ανθίσταμαι
- (AM ἀνθίσταμαι, αρχ. κ. ενεργ. ανθίστημι)1. προβάλλω άμυνα, αντιστέκομαι, εναντιώνομαι, παίρνω θέση μάχης εναντίον κάποιου2. εξακολουθώ να προβάλλω αντίσταση, βαστώαρχ.ενεργ.1. τοποθετώ, στήνω κάτι απέναντι σε κάτι άλλο2. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω2. (μέσ., -παθ.) (για πράγματα) έχω δυσμενή έκβαση.
Dictionary of Greek. 2013.